ολογραφικός

ολογραφικός
-ή, -ό (Μ ὁλογραφικός, -ή, -όν) [ολόγραφος]
νεοελλ.
ολόγραφος
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁλογραφικά
είδος δασμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”